- ἀγριοποιός
- ἀγριοποιόςpoet of savagerymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριοποιός — ἀγριοποιός, ον (Α) (στον Αριστοφάνη, ειρωνικά για τον Αισχύλο) αυτός που περιγράφει άγριους χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + ποιός < ποιῶ. ΠΑΡ. ἀγριοποιῶ] … Dictionary of Greek
ἀγριοποιόν — ἀγριοποιός poet of savagery masc/fem acc sg ἀγριοποιός poet of savagery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριοποιά — ἀγριοποιός poet of savagery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
αγριοποιώ — ἀγριοποιῶ ( έω) (Μ) [ἀγριοποιός] παρουσιάζω ή κάνω κάποιον ή κάτι άγριο … Dictionary of Greek
ἀγριοποιοῦ — ἀ̱γριοποιοῦ , ἀγριοποιέω to make wild imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀγριοποιέω to make wild pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀγριοποιέω to make wild imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀγριοποιός poet of savagery masc/fem/neut gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)